- σπεύδων
- σπεύδωset goingpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MULI — insititii nempeilli, qui hominum operâ procreantur, asinô equae admissô, quando et ubi primum coeperint, incertum. Id vero liquet, illorum iam in antiquissimis Graecorum Fabulis fieri mentionem. Sic Homeri Il. α. v. 50. pestis ab Apolline immissa … Hofmann J. Lexicon universale
PASTUS — I. PASTUS i. seu Pastas, Graece Παςτὸς seu Παςτὰς, velum significat variegatum plumariô opere, quod apud Paganos thalami vei oeci (ubi Numen colebatur) foribus praetendebatur. Inde παςτοφόρια, Templorum atria, in quibus eiusmodi vela praetenta… … Hofmann J. Lexicon universale
διασύρω — (AM διασύρω) 1. ξεσχίζω, κομματιάζω 2. εξευτελίζω, διαπομπεύω νεοελλ. κακολογώ μσν. (αμτβ.) καθυστερώ, χρονοτριβώ αρχ. 1. παρασύρω 2. διασπείρω, διασκορπίζω, διαλύω («ὅρμησε σπεύδων καταταχῆσαι καὶ πτοήσας διασῡραι τὴν σύνοδον αὐτῶν») … Dictionary of Greek
ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… … Dictionary of Greek
προκαταφθείρω — Α αφανίζω, καταστρέφω κάτι εκ τών προτέρων («σπεύδων προκαταφθεῑραι τὸν... σῑτον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταφθείρω «φθείρω εντελώς, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως … Dictionary of Greek
σπευδόντως — Α επίρρ. γρήγορα, βιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεύδων, οντος, μτχ. ενεστ. τού σπεύδω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
ՓՈՒԹՈՂ — (ի, աց.) NBH 2 0958 Chronological Sequence: Unknown date, 5c գ. σπεύδων festinans. Փութացօղ. փութաւոր. ... *Այս առ կատարումն փութողին է՝ զտիւ եւ զգիշեր գործել. Բրս. հց.: *Փութողն (կամ փութովն) երանելի լիցի, եւ չարաբարոյն եղկելի եւ թշուառական.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)